30/8/10

Πέπε Καρβάλιο


Ερχόμενος απόψε από βόλτα για μπάνιο και συμπάθεια στην Πάργα, τελείωσα κατά τη διαδρομή το βιβλίο που διάβαζα απ' την Παρασκευή. Πρόκειται για τις "Θάλασσες του Νότου" του Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν. Πέραν όσων θα σας αναφέρω ευθύς αμέσως για το περιεχόμενο του μυθιστορήματος αυτού, νιώθω υποχρεωμένος να προσθέσω πως το βιβλίο το διάβασα εξολοκλήρου ταξιδεύοντας, παρατήρηση που έντρομος έκανα, αφού αποδεικνύει εύγλωττα το πόσο λίγο χρόνο και φαιά ουσία αφιερώνω στο διάβασμα ως κύρια ασχολία κι όχι ως γέμισμα κενών ωρών αναμονής από και προς τον οποιοδήποτε προορισμό. Καιρός να διορθωθεί! 

Στα του βιβλίου τώρα. Το πρώτο μου του συγκεκριμένου συγγραφέα, για τον οποίο δεν γνώριζα -κι εξακολουθώ να μην γνωρίζω- πολλά-πολλά. Καταλανός από τη Βαρκελώνη. Δημοσιογράφος και γαστρονόμος. Έντονα ποδοσφαιρόφιλος και πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Είχα γνωριστεί μαζί του εδώ και χρόνια μέσω της στήλης του Χαραλαμπόπουλου στη Sportday, όπου και κάνει καμιά φορά την εμφάνισή του, μα δεν είχα πραγματοποιήσει μέχρι εσχάτως το επόμενο βήμα. Μαλακία μου, αφού αποδείχθηκε ικανότατος γραφιάς του αστυνομικού είδους και μάλιστα του στυλ που μου αρέσει και βρίσκω μερικώς στο Μανσέτ και μερικώς στο Ράνκιν. Κι εξηγούμαι. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, μόνιμος χαρακτήρας των βιβλίων του Μονταλμπάν, είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο. Λίγα αποκαλύπτονται εδώ για το παρελθόν του, όσα μαθαίνουμε όμως σκιαγραφούν ένα υπόβαθρο αρκούντως σκοτεινό κι ενδιαφέρον. Φυλακή, σχέσεις με τον υπόκοσμο της πόλης, καλλιτεχνικές ανησυχίες, περίοδοι έντονης πολιτικής ένταξης και δράσης. Δεν θέλω να μιλήσω για την υπόθεση του βιβλίου. Θα πω μόνο πως δεν πρόκειται για κάτι ιδιαίτερο, πέρα απ' την ποιητικότητα που ενυπάρχει σ' αυτή. Η πλοκή δεν ξέρω, αν θεωρείται απ' τους ειδικούς, προτέρημα του εν λόγω μυθιστορήματος, πάντως εμένα δεν με τράβηξε όσο σε εκείνα τα αστυνομικά που διαβάζεις απνευστί. Επομένως, τι μένει, για να το καθιστά αξιομνημόνευετο; Ο ήρωάς του και το απαράμιλλο στυλ του Μονταλμπάν. Μέγας στυλίστας ο  Καταλανός συγγραφέας  πλάθει ένα πλαίσιο βρώμικο, που μας μπάζει για τα καλά στην ιστορία και στις περιπλανήσεις του Καρβάλιο για την εξιχνίαση της υπόθεσης. Αλλά κι ο ήρωάς μας, ολοκληρωμένος και γοητευτικός, κερδίζει τη συμπάθεια κι αποτελεί το έτερο θέμα του βιβλίου, εκτός απ' την υπόθεση μυστηρίου. Ο Μονταλμπάν μας βάζει στη θέση του παρατηρητή της συμπεριφοράς, των λόγων και πράξεων του Πέπε Καρβάλιο. Ας πούμε, για μένα, αυτό το κομμάτι της ανάγνωσης ήταν το πλέον απολαυστικό. 

αυτά τα ολίγα για τώρα

7/8/10

Μουσικές #1

  
  Μπορώ να πω πως τον τελευταίο μόνο μήνα άρχισα κι εγώ να ξεψαχνίζω τις φετινές κυκλοφορίες, καθώς λίγο οι πανελλήνιες και λίγο το σάπισμα που ακολούθησε μετά με άφησαν πίσω. Όχι, ότι τώρα τρέχω και δεν φτάνω αλλά τέλος πάντων. . . Όπως και να 'χει, επειδή άκουσα κάποια πολύ αξιόλογα πράγματα για τα οποία αξίζει να αφιερώσω λέξεις και χρόνο και τα οποία φυσικά και αξίζει να τσεκάρετε, ξεκινώ ευθύς αμέσως με δύο δίσκους που διαφέρουν εντελώς, μα που έχουν και ένα κοινό χαρακτηριστικό: πατάνε με το ένα πόδι στο παρελθόν και με το ένα στο παρόν, χωρίς όμως να ακούγονται εκφυλιστικοί, χωρίς να πιθηκίζουν και χωρίς, τέλος, να επιδίδονται σε "μοντερνιές" κι ευκολίες.




                   Sharon Jones & The Dap-Kings - I learned the hard way

  Τούτο εδώ το πόνημα της πληθωρικής Sharon Jones και των πολυπραγμόνων Dap Kings μ' έκανε μέσα στο κατακαλόκαιρο ν' ακούσω για πρώτη πιθανότατα φορά στη ζωή μου soul/funk μουσική με τέτοιο πάθος. Και μάλλον θα με αναγκάσει να την ψάξω και περισσότερο τη δουλειά, για να βρω ανάλογα ακούσματα. Το αν θ' αρχίσω να πίνω και μπέρμπον συνοδευτικά είναι μια άλλη ιστορία και τελεί ακόμη υπό σκέψη. Τι έχουμε όμως εδώ; Όχι, σαφώς και όχι, την ανανεωτική ματιά και προσέγγιση της αγαπημένης των μίντια soul diva Amy Winehouse. Αντιθέτως, όλα εδώ παραπέμπουν στο παρελθόν και στις καλές εποχές της Motown και της Stax Records. Ρέτρο soul θα μπορούσε να πει κανείς με ή χωρίς μια δόση κακίας και δεν θα έχει πέσει και πολύ έξω σε γενικές γραμμές. Απλούστατα η πιθανή μομφή που ενυπάρχει στη φράση δεν επαληθεύεται, αφού η μπάντα κατορθώνει άψογα σ' αυτή τη δουλειά να χρησιμοποιεί μια τεράστια μουσική παράδοση, όντας συνάμα όσο σύγχρονη χρειάζεται. Ξεχωρίζει η επιβλητική, μεστή συναισθημάτων ερμηνεία της κυρίας Sharon Jones να μας μεταφέρει τα μαθήματα της ζωής που βίωσε με το "δύσκολο" τρόπο, να εξιστορεί τις απέλπιδες εκδοχές της αγάπης... Πραγματικά μια ώριμη ερμηνεία υψηλής στάθμης. Στο ίδιο επίπεδο στέκεται όμως και ο έτερος πυλώνας: οι Dap Kings. Ωραίες συνθέσεις, κολλητικές μελωδίες, άλλοτε με ένα παιχνιδιάρικο πιάνο να κλείνει το μάτι και ν' ανεβάζει αυτοστιγμεί τη διάθεση κι άλλοτε με τα πνευστά στο προσκήνιο να συναγωνίζονται σε πάθος την ερμηνεία της Sharon Jones. Πρόκειται επίσης για μια ολοκληρωμένη δουλειά, σαράντα λεπτά που ακούγονται απ' την αρχή ως το τέλος το ίδιο ευχάριστα, ζορίζοντας αφάνταστα τον επίδοξο ανθολόγο του μέλλοντος. Εάν σώνει και καλά έπρεπε να ξεχωρίσω κάποια κομμάτια, θα διάλεγα ως πιο αγαπημένα τα εξής: I learned the hard way, Better things to do, She ain 't a child no more, Mamma don' t like my man... Σταματάω εδώ το απάνθισμα γιατί θα κινδυνέψω να βάλω τα δέκα απ' τα δώδεκα! Συγκεντρωτικά ένας υπέροχος, ολοκληρωμένος δίσκος που στα αγύμναστα σε τέτοια ακούσματα αυτιά μου δεν ακούστηκε σε καμιά περίπτωση βαρετός ή κουραστικός. Προτείνεται ανεπιφύλακτα! 




                                  The Dead Weather - Sea of Cowards

  Διάβασα πρόσφατα κάποιες δηλώσεις του Jack White, στις οποίες διευκρίνιζε πως η θάλασσα από δειλούς του τίτλου αυτού του δίσκου αναφέρεται σε όλους εκείνους που, εκμεταλλευόμενοι την ασφάλεια της ανωνυμίας που παρέχει το διαδίκτυο, πράττουν το οτιδήποτε, χωρίς να χρησιμοποιούν το πραγματικό τους όνομα, την αληθινή τους ταυτότητα. Προσθέτει ότι η γενιά αυτή στερείται υπευθυνότητας, ότι δεν έχει διδαχθεί ως αξία την ατομική ευθύνη. Ενδιαφέρουσες απόψεις σίγουρα από έναν άνθρωπο που όλα αυτά τα χρόνια έχει αναδειχθεί σε συνώνυμο της σταθερότητας και της υπευθυνότητας σε κάθε βήμα της μουσικής του πορείας. Είτε με ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα της προηγούμενης δεκαετίας, τους White Stripes, είτε με τους αγαπημένους Raconteurs, τα πηγαίνει περίφημα -ή τουλάχιστον κινείται πάντοτε με σιγουριά αρκετά πάνω απ' το μέτριο. Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ με τους Dead Weather, το supergroup που σχηματίστηκε πέρυσι απ' τον ίδιο, τη θαυμάσια Alison Mosshart (The KIlls), τον κιθαρίστα των QOTSA Dean Fertita και το μπάσο των Raconteurs και Greenhornes Jack Lawrence. Το Sea of Cowards αποτελεί το δεύτερο -κιόλας!- δίσκο τους και κυκλοφόρησε δέκα μόλις μήνες μετά το ντεμπούτο Horebound. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Έτσι κι εδώ όπως και στο Horebound ο καμβάς είναι ίδιος: ροκ μπολιασμένο με πολλά "σκληρά" μπλουζ στοιχεία και με διάχυτη τη διάθεση αναβίωσης του γκαράζ ήχου. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με μια ωμή συνθετική προσέγγιση, απογυμνωμένη από περιττές φιοριτούρες. Ενδεικτικό και το ότι μετά βίας ξεπερνά σε διάρκεια τα τριάντα πέντε λεπτά! Τι αλλάζει; Μάλλον ο Jack White. Μας προξένησε εντύπωση που στο πρώτο τους δίσκο, αν δεν είχε παραδώσει τα ηνία, σίγουρα πάντως δεν ηγούνταν της προσπάθειας, όπως μας έχει συνηθίσει, κάτι που προσέδιδε στο Horebound και εν γένει στους Dead Weather τη ρετσινιά της μη αυθύπαρκτης μπάντας, που μόνος ρόλος της είναι να διασκεδάζει τον Jack και τους υπόλοιπους στα διαλείμματα των υποχρεώσεών τους απ' τις "κανονικές" τους μπάντες. Στο Sea of Cowards αυτό δείχνει να αλλάζει. Ο πολυτάλαντος Jack White τραβάει όλο το εγχείρημα ένα μεγάλο βήμα μπροστά, χαρίζοντας τις χαρακτηριστικές του ερμηνείες σε στίχους γεμάτους ροκ αυτοπεποίθηση και αυτοαναφορικότητα. Ένα παράδειγμα απ' το εναρκτήριο τραγούδι Blue Blood Blues: "Check your lips at the door woman. Shake your hips like battleships. Yeah, all the white girls trip when I sing at Sunday service. Sing. Sing. Sing.". Μεγάλο βήμα πράγματι μα και κάπως μετέωρο. Ώρες-ώρες οι συνθέσεις τους μοιάζουν σαν απλώς μη μελετημένα τζαμαρίσματα, στοιχείο όχι απαραίτητα αρνητικό, αλλά που ζωγραφίζει κάποια ερωτηματικά στον αέρα για το ποια είναι τελικά η ταυτότητά τους και τι θέλουν για τη συνέχεια. Όσο, βέβαια, μας δίνουν τέτοιους γαμάτους δίσκους για ν' ανεβάζουμε την ένταση, όλα τ' άλλα θα φαντάζουν κενολογίες κι ερωτήματα άνευ ουσίας. Τελικώς, δεν ξέρω αν ο κύριος Τζακ έκανε το θαύμα του ή το σύνολο δούλεψε, πάντως το αποτέλεσμα είναι καλό. Πολύ καλό. Ξεχώρισα τα εξής: Blue Blood Blues, Old Mary, No Horse, Gasoline.





4/8/10

Γιάννης Αγγελάκας 3, αρχαία Κασσώπη, Πρέβεζα


Γύρω στις οχτώ και σαράντα οδηγηθήκαμε μέσα από ένα όμορφο δρομάκι, περιστοιχισμένο από κάθε είδους ορεινή βλάστηση, στον αρχαιολογικό χώρο της Κασσώπης, λίγο πάνω απ’ το χωριό της Καμαρίνας και σε απόσταση αναπνοής απ’ το σαφώς γνωστότερο Ζάλογγο. Η αλήθεια είναι πως η χθεσινή υπήρξε, τόσο για μένα όσο και για τη Ματίνα, η παρθενική επαφή μας με το χώρο αυτό, και αναμφίβολα με την πρώτη κιόλας ματιά συμφωνήσαμε σιωπηρά –με τα μάτια- πως άξιζε να έρθουμε ως εδώ (πρόκειται για μια απόσταση γύρω στη μιάμιση ώρα απ’ τα Γιάννενα), μα ακόμη περισσότερο πως δεν θα μας πτοούσε το δυνατό αεράκι που μας υποδέχτηκε και η έλλειψη βασικών υποδομών από οργανωτικής άποψης (μας είπαν ότι δεν υπήρχε παροχή νερού εκείνη τη μέρα κι ως εκ τούτου οι τουαλέτες ήταν κλειστές, ενώ δεν υπήρχε και κάποιο αναψυκτήριο-κυλικείο…).

  Η αρχαία Κασσώπη, βέβαια, ειδυλλιακός τόπος από κάθε άποψη. Τοποθετημένη σε σεβαστό υψόμετρο, προσφέρει εκπληκτική θέα προς τη θάλασσα, την πόλη της Πρέβεζας και προς οποιοδήποτε άλλο ερέθισμα τραβήξει την προσοχή του ρομαντικού, του περίεργου... Επιπλέον, πρόκειται για ένα ορεινό τοπίο με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην Ήπειρο: πυκνή βλάστηση, εντυπωσιακοί γκρεμοί, μα και η αίσθηση πως επιτέλους αναπνέεις πραγματικά! Για να σας δώσω να καταλάβετε ακόμη πιο χαρακτηριστικά, ο συναυλιακός χώρος και η μικρή σκηνή βρίσκονταν λίγα μόλις μέτρα μακριά απ’ τον απότομο γκρεμό. Έτσι οι θεατές είχαν στο οπτικό τους πεδίο και τα επί σκηνής τεκταινόμενα και τη θέα που παρέχει το υψόμετρο, φυσικά όμως –ειδικά χθες- και το υπέροχο ολόγιομο φεγγάρι. Τι ιδανική συγκυρία να απολαμβάνεις κατ’ αυτόν τον τρόπο την καλοκαιρινή πανσέληνο!

  Τη συναυλία άνοιξε γύρω στις εννιά και μισή ένα τοπικό σχήμα, που με μια ακουστική κιθάρα και δύο φωνές –εκ των οποίων η γυναικεία θαυμάσια- ζέσταναν την ξεπαγιασμένη ατμόσφαιρα μεταφέροντας το μεσήλικο κοινό στην πρώτη του νιότη κι εμάς τους νεότερους σε μια εποχή που τόσα ακούμε γι’ αυτή, μα που φυσικά δεν βιώσαμε. Χίπικη διάθεση και μπόλικα σίξτις, τραγούδια όπως το Hey gyp(Dig the slowness) του Donovan και το Wild thing των Troggs και χαρούμενη διάθεση έφτιαξαν κλίμα. Δεδομένου, άλλωστε, πως επρόκειτο για ένα ντουέτο προερχόμενο απ’ τη γύρω περιοχή, είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι υπήρξε και η σχετική υποστήριξη από φίλους και γνωστούς που δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό να χαβαλεδιάζουν χορεύοντας και κάνοντας ποικίλα ενθαρρυντικά σχόλια. Η εμφάνιση αυτή διήρκησε το πολύ μισή ώρα, καθώς το κυρίως πιάτο της βραδιάς ήταν άλλο και, μάλιστα, πολύ αγαπητό διαχρονικά…

  Πρέπει να ήταν γύρω στις δέκα και τέταρτο, όταν ο Ντίνος Σαδίκης ανέβηκε πρώτος στη μικρή σκηνή παίζοντας στο μπαγλαμά του την εισαγωγή του “Ο Χαμένος τα παίρνει όλα”, ακολουθούμενος απ’ τον Στάθη Αραμπατζή στη κιθάρα. Τελευταίος και καλύτερος ο Γιάννης Αγγελάκας. Πρέπει να επισημανθεί σ’ αυτό το σημείο πως, ενώ μέχρι και την τελευταία στιγμή περιμέναμε ότι θα βλέπαμε τους “Λύκους λάιβ”, δηλαδή το σχήμα των Αγγελάκα-Βελιώτη, τελικά, και λόγω ενός προβλήματος υγείας κάποιου εκ των μουσικών του προαναφερθέντος σχήματος, είδαμε τους “Γιάννης Αγγελάκας 3”, ό,τι πλησιέστερο δηλαδή στους προγενέστερους “Επισκέπτες”. Την αλλαγή εμείς την πληροφορηθήκαμε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή –για την ακρίβεια ενώ αγοράζαμε τα εισιτήρια. Καθόλου δεν μας χάλασε πάντως! Μολονότι κι εγώ και η Ματίνα είδαμε πρόσφατα στο Rockwave το ίδιο ακριβώς τρίο κι ενώ δεν μας είχε δοθεί μέχρι στιγμής η ευκαιρία να παρευρεθούμε σε εμφάνιση των “Λύκων”, ίσως και να χαρήκαμε μιας και σιγουρευτήκαμε για το πόσο όμορφα θα περνούσαμε τις επόμενες ώρες. Όχι ότι οι δουλειές των Αγγελάκα-Βελιώτη δεν είναι εξίσου αξιόλογες, απλώς η φύση της μουσικής τους –πιο προσωπική, εσωστρεφής, ιδιαίτερη, μοναχική, απαιτητική- μετατρέπει το ζήτημα της διασκέδασης, της επαφής με τους μουσικούς και τη μουσική σε πιο περίπλοκη και αβέβαιη υπόθεση.

  Δυναμική αρχή, λοιπόν, με ένα τραγούδι απ’ το παρελθόν του Γιάννη Αγγελάκα (2003). Λογική επομένως και η ενθουσιώδης υποδοχή του απ’ το πολυάριθμο κοινό. Οι νεαρότεροι είχαν ήδη σπεύσει στο μπροστινό μέρος της σκηνής πανέτοιμοι για την αναμενόμενη μουσική μυσταγωγία, που συνήθως επιτελείται στις συναυλίες του Αγγελάκα είτε αυτές λαμβάνουν χώρα σ’ ένα μεγάλο φεστιβάλ (Rockwave) με τα συμπαρομαρτούντα του (μεγάλη “ροκ” σκηνή, δυνατότερος ήχος, διαφορετικό κοινό και περιβαλλοντικές συνθήκες) είτε σε χώρους όπως αυτός της αρχαίας Κασσώπης, απόμερους, με κατώτερου επιπέδου ηχητικό εξοπλισμό κι εγκαταστάσεις και σαφώς πιο ετερόκλητο κοινό (εν προκειμένω από πέντε μέχρι ογδόντα πέντε ετών!). Κι όντως ο αγέρωχος πρώην ρόκερ, νυν ρεμπελορεμπέτης στάθηκε αντάξιος των προσδοκιών. Σειρά είχαν τραγούδια απ’ τον δίσκο του με τους Επισκέπτες: “Καλά που έγινα σπουδαίος και τρανός”, “Άγρια των άστρων μουσική”, “H αγάπη ορμάει μπροστά”, “Επισκέπτες”… Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το “Μέσα μου ο αέρας που φυσά”, αγαπημένο κομμάτι ούτως ή άλλως, το οποίο απογειώνεται όμως ζωντανά απ’ την απίστευτα φορτισμένη και ψαρωτική ερμηνεία του Αγγελάκα. Στις “Παροιμίες απ’ τον Κρόνο” θυμόμαστε –όσοι εύκολα ξεχνάμε- πως μπροστά μας έχουμε ένα παλικάρι και χαιρόμαστε με τη συμμετοχή του Ντίνου Σαδίκη, ιδιαίτερης, όντας κουκουλωμένος μέσα στο πουλόβερ του, φιγούρας. Τέλος, σωστός χαμός γίνεται, όταν το “Αιρετικό” αφιερώνεται στον αλήστου μνήμης πρώην μητροπολίτη Πρεβέζης (κατά καιρούς έχει αφιερωθεί απ’ το Χριστόδουλο μέχρι και τον Καρατζαφέρη…). “Ποιος σκαλίζει την ψυχή μου στο σκοτάδι;”, μας απευθύνει το λόγο, για να ξορκίσει αμέσως το κακό: “διάολε, φύγε από μπροστά μου, μου κρύβεις το θεό”.  



  Η συναυλία κύλησε στα ίδια επίπεδα μέχρι το τέλος της μερικά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Τι μεσολάβησε; Πολλά και διάφορα μα όλα αγαπημένα. Φυσικά και δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι εμβόλιμες τζούρες παρελθόντος τόσο του Γιάννη Αγγελάκα (λέγε με Τρύπες) όσο και του Ντίνου Σαδίκη. Απ’ τον τελευταίο ακούσαμε τρία όμορφα τραγούδια. Αρχικά τον ξεσηκωτικό του “Χορό”, έπειτα το “Δεν ήταν απαισιόδοξο τραγουδάκι” και τέλος το μεγαλειώδες “Χωρίς κανόνα”, με τις πιο ιδιαίτερες πινελιές στο τελευταίο να προσφέρονται συντροφικά απ’ τον Αγγελάκα. “Είμαι τυχερός” μας δήλωσες με το παλιό αυτό κομμάτι απ’ τις Τρύπες. Μεγάλη αδυναμία μου. Τόσο που έχω δηλώσει αρκετές φορές ευθαρσώς ότι πρόκειται για το μοναδικό σου κομμάτι που θα ήθελα να τραγουδήσω. “Σ’ ευχαριστώ”! Άλλες Τρύπες; Μα και βέβαια. Και “Χάρτινο Τσίρκο” είχε το πρόγραμμα για άφθονη συγκίνηση και συναισθηματική έκρηξη και “Θ’ ανατέλλω”, για να τραγουδήσει κάτι και το στριμωγμένο αλλά ψυχικά ευθυτενές κοινό και “Δεν χωράς πουθενά”, γιατί είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψει το έδαφος εκτός απ’ το ξέφρενο πια πνεύμα μας και το ,προσμένον την ευκαιρία ν’ ακολουθήσει, σώμα μας και “Ακούω την αγάπη”, αφού ο στίχος “ακούω την αγάπη και δεν ακούω τις σκέψεις μου” στέκει σαν έτοιμος να φωνάξει “μη με λησμόνει” στους ερωτευμένους και “Γιορτή” για το τέλος, έτσι σαν ένα καλό κατευόδιο, ένα “καλό δρόμο” από ένα φίλο διαρκείας. Μεσολάβησαν οι δύο αναμενόμενες διασκευές στα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη “Αντιλαλούν οι φυλακές” και “Μια όμορφη μελαχρινή”. Αναμενόμενες από μένα και τη Ματίνα, καθώς λίγο έως πολύ το ίδιο πρόγραμμα απολαύσαμε και δυο βδομάδες περίπου πριν στο Rockwave. Σαν κάτι να λείπει όμως θα παρατηρείς, εσύ που με διαβάζεις μέχρι εδώ. Προφανώς όμως και το “Σιγά μην κλάψω” δεν έλειψε απ’ τη συναυλία. Προφανώς γάμησε, προφανώς δικαιώθηκε ως ύμνος της νιότης μας για ακόμη μια φορά, προφανώς γέμισε τις μπαταρίες μας κουράγιο για όσους δεν ντρέπονται να μας υπενθυμίζουν πως “αυτό το σκηνικό είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω”.

  Κάπως έτσι πέρασαν αυτές οι ώρες στην αρχαία Κασσώπη. Συντροφικά διότι στην ίδια πολύτιμη ουσία της μουσικής και της στιχουργίας του μας έκανε κοινωνούς και πάλι ο Γιάννης Αγγελάκας.

  Η διοργάνωση, πέρα απ’ τα προβλήματα που αναφέρθηκαν στην αρχή του άρθρου (έλλειψη τουαλετών και κυλικείου), είχε κι ένα θεματάκι με το ύψος της σκηνής σε συνδυασμό με το ανισόρροπο ηλικιακά κοινό. Πιθανώς να φαντάζεστε τι έγινε. Οι νεότεροι, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος τους, επιθυμούσαν να παρακολουθήσουν τη συναυλία όρθιοι μπροστά στη σκηνή για τους δικούς τους λόγους, ενώ οι πρεσβύτεροι καθιστοί από απόσταση στις καρέκλες τους για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Πιθανώς να φαντάζεστε και τίνος η εκδοχή για μια τέτοια συναυλία επικράτησε. Σούσουρο ωστόσο υπήρξε, όπως και μερικά ψιλο-τζαρτζαρίσματα.


Υ.Γ.1. Συγκριτικά με τη συναυλία του Rockwave, δεν μπορώ να αποφανθώ για το ποια ήταν καλύτερη. Τούτη εδώ ήταν κάπως μεγαλύτερη, πιο χορταστική και σε σαφώς ομορφότερη τοποθεσία με κοινό που είχε έρθει μόνο για το Γιάννη Αγγελάκα. Η άλλη είχε καλύτερο ήχο, βοηθούσε το ύψος της σκηνής να βλέπουν όλοι και καλά, ενώ και ο ίδιο ο Αγγελάκας μου φάνηκε εκεί καλύτερος, σαν να ήθελε να δώσει τον καλύτερό του εαυτό. Μπέρδεμα.

 Υ.Γ.2. Οι όμορφες ερασιτεχνικές επαγγελματικές φωτογραφίες είναι της Ματίνας Δήμου. Περισσότερες απ' την ίδια συναυλία μπορείτε να δείτε εδώ: http://www.facebook.com/matina.dimou?ref=search#!/album.php?aid=2074231&id=1249879700.