7/8/10

Μουσικές #1

  
  Μπορώ να πω πως τον τελευταίο μόνο μήνα άρχισα κι εγώ να ξεψαχνίζω τις φετινές κυκλοφορίες, καθώς λίγο οι πανελλήνιες και λίγο το σάπισμα που ακολούθησε μετά με άφησαν πίσω. Όχι, ότι τώρα τρέχω και δεν φτάνω αλλά τέλος πάντων. . . Όπως και να 'χει, επειδή άκουσα κάποια πολύ αξιόλογα πράγματα για τα οποία αξίζει να αφιερώσω λέξεις και χρόνο και τα οποία φυσικά και αξίζει να τσεκάρετε, ξεκινώ ευθύς αμέσως με δύο δίσκους που διαφέρουν εντελώς, μα που έχουν και ένα κοινό χαρακτηριστικό: πατάνε με το ένα πόδι στο παρελθόν και με το ένα στο παρόν, χωρίς όμως να ακούγονται εκφυλιστικοί, χωρίς να πιθηκίζουν και χωρίς, τέλος, να επιδίδονται σε "μοντερνιές" κι ευκολίες.




                   Sharon Jones & The Dap-Kings - I learned the hard way

  Τούτο εδώ το πόνημα της πληθωρικής Sharon Jones και των πολυπραγμόνων Dap Kings μ' έκανε μέσα στο κατακαλόκαιρο ν' ακούσω για πρώτη πιθανότατα φορά στη ζωή μου soul/funk μουσική με τέτοιο πάθος. Και μάλλον θα με αναγκάσει να την ψάξω και περισσότερο τη δουλειά, για να βρω ανάλογα ακούσματα. Το αν θ' αρχίσω να πίνω και μπέρμπον συνοδευτικά είναι μια άλλη ιστορία και τελεί ακόμη υπό σκέψη. Τι έχουμε όμως εδώ; Όχι, σαφώς και όχι, την ανανεωτική ματιά και προσέγγιση της αγαπημένης των μίντια soul diva Amy Winehouse. Αντιθέτως, όλα εδώ παραπέμπουν στο παρελθόν και στις καλές εποχές της Motown και της Stax Records. Ρέτρο soul θα μπορούσε να πει κανείς με ή χωρίς μια δόση κακίας και δεν θα έχει πέσει και πολύ έξω σε γενικές γραμμές. Απλούστατα η πιθανή μομφή που ενυπάρχει στη φράση δεν επαληθεύεται, αφού η μπάντα κατορθώνει άψογα σ' αυτή τη δουλειά να χρησιμοποιεί μια τεράστια μουσική παράδοση, όντας συνάμα όσο σύγχρονη χρειάζεται. Ξεχωρίζει η επιβλητική, μεστή συναισθημάτων ερμηνεία της κυρίας Sharon Jones να μας μεταφέρει τα μαθήματα της ζωής που βίωσε με το "δύσκολο" τρόπο, να εξιστορεί τις απέλπιδες εκδοχές της αγάπης... Πραγματικά μια ώριμη ερμηνεία υψηλής στάθμης. Στο ίδιο επίπεδο στέκεται όμως και ο έτερος πυλώνας: οι Dap Kings. Ωραίες συνθέσεις, κολλητικές μελωδίες, άλλοτε με ένα παιχνιδιάρικο πιάνο να κλείνει το μάτι και ν' ανεβάζει αυτοστιγμεί τη διάθεση κι άλλοτε με τα πνευστά στο προσκήνιο να συναγωνίζονται σε πάθος την ερμηνεία της Sharon Jones. Πρόκειται επίσης για μια ολοκληρωμένη δουλειά, σαράντα λεπτά που ακούγονται απ' την αρχή ως το τέλος το ίδιο ευχάριστα, ζορίζοντας αφάνταστα τον επίδοξο ανθολόγο του μέλλοντος. Εάν σώνει και καλά έπρεπε να ξεχωρίσω κάποια κομμάτια, θα διάλεγα ως πιο αγαπημένα τα εξής: I learned the hard way, Better things to do, She ain 't a child no more, Mamma don' t like my man... Σταματάω εδώ το απάνθισμα γιατί θα κινδυνέψω να βάλω τα δέκα απ' τα δώδεκα! Συγκεντρωτικά ένας υπέροχος, ολοκληρωμένος δίσκος που στα αγύμναστα σε τέτοια ακούσματα αυτιά μου δεν ακούστηκε σε καμιά περίπτωση βαρετός ή κουραστικός. Προτείνεται ανεπιφύλακτα! 




                                  The Dead Weather - Sea of Cowards

  Διάβασα πρόσφατα κάποιες δηλώσεις του Jack White, στις οποίες διευκρίνιζε πως η θάλασσα από δειλούς του τίτλου αυτού του δίσκου αναφέρεται σε όλους εκείνους που, εκμεταλλευόμενοι την ασφάλεια της ανωνυμίας που παρέχει το διαδίκτυο, πράττουν το οτιδήποτε, χωρίς να χρησιμοποιούν το πραγματικό τους όνομα, την αληθινή τους ταυτότητα. Προσθέτει ότι η γενιά αυτή στερείται υπευθυνότητας, ότι δεν έχει διδαχθεί ως αξία την ατομική ευθύνη. Ενδιαφέρουσες απόψεις σίγουρα από έναν άνθρωπο που όλα αυτά τα χρόνια έχει αναδειχθεί σε συνώνυμο της σταθερότητας και της υπευθυνότητας σε κάθε βήμα της μουσικής του πορείας. Είτε με ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα της προηγούμενης δεκαετίας, τους White Stripes, είτε με τους αγαπημένους Raconteurs, τα πηγαίνει περίφημα -ή τουλάχιστον κινείται πάντοτε με σιγουριά αρκετά πάνω απ' το μέτριο. Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ με τους Dead Weather, το supergroup που σχηματίστηκε πέρυσι απ' τον ίδιο, τη θαυμάσια Alison Mosshart (The KIlls), τον κιθαρίστα των QOTSA Dean Fertita και το μπάσο των Raconteurs και Greenhornes Jack Lawrence. Το Sea of Cowards αποτελεί το δεύτερο -κιόλας!- δίσκο τους και κυκλοφόρησε δέκα μόλις μήνες μετά το ντεμπούτο Horebound. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Έτσι κι εδώ όπως και στο Horebound ο καμβάς είναι ίδιος: ροκ μπολιασμένο με πολλά "σκληρά" μπλουζ στοιχεία και με διάχυτη τη διάθεση αναβίωσης του γκαράζ ήχου. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με μια ωμή συνθετική προσέγγιση, απογυμνωμένη από περιττές φιοριτούρες. Ενδεικτικό και το ότι μετά βίας ξεπερνά σε διάρκεια τα τριάντα πέντε λεπτά! Τι αλλάζει; Μάλλον ο Jack White. Μας προξένησε εντύπωση που στο πρώτο τους δίσκο, αν δεν είχε παραδώσει τα ηνία, σίγουρα πάντως δεν ηγούνταν της προσπάθειας, όπως μας έχει συνηθίσει, κάτι που προσέδιδε στο Horebound και εν γένει στους Dead Weather τη ρετσινιά της μη αυθύπαρκτης μπάντας, που μόνος ρόλος της είναι να διασκεδάζει τον Jack και τους υπόλοιπους στα διαλείμματα των υποχρεώσεών τους απ' τις "κανονικές" τους μπάντες. Στο Sea of Cowards αυτό δείχνει να αλλάζει. Ο πολυτάλαντος Jack White τραβάει όλο το εγχείρημα ένα μεγάλο βήμα μπροστά, χαρίζοντας τις χαρακτηριστικές του ερμηνείες σε στίχους γεμάτους ροκ αυτοπεποίθηση και αυτοαναφορικότητα. Ένα παράδειγμα απ' το εναρκτήριο τραγούδι Blue Blood Blues: "Check your lips at the door woman. Shake your hips like battleships. Yeah, all the white girls trip when I sing at Sunday service. Sing. Sing. Sing.". Μεγάλο βήμα πράγματι μα και κάπως μετέωρο. Ώρες-ώρες οι συνθέσεις τους μοιάζουν σαν απλώς μη μελετημένα τζαμαρίσματα, στοιχείο όχι απαραίτητα αρνητικό, αλλά που ζωγραφίζει κάποια ερωτηματικά στον αέρα για το ποια είναι τελικά η ταυτότητά τους και τι θέλουν για τη συνέχεια. Όσο, βέβαια, μας δίνουν τέτοιους γαμάτους δίσκους για ν' ανεβάζουμε την ένταση, όλα τ' άλλα θα φαντάζουν κενολογίες κι ερωτήματα άνευ ουσίας. Τελικώς, δεν ξέρω αν ο κύριος Τζακ έκανε το θαύμα του ή το σύνολο δούλεψε, πάντως το αποτέλεσμα είναι καλό. Πολύ καλό. Ξεχώρισα τα εξής: Blue Blood Blues, Old Mary, No Horse, Gasoline.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου